- αλληλ(ο)-
- [Α ἀλληλ(ο)-] Γλωσσ.α' συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο- αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής σημασίας «τής αμοιβαιότητας» και τής σημασιοσυντακτικής σχέσης τής αλληλοπάθειας. Προκειμένου περί ρημάτων, η αλληλοπάθεια εκφράζεται με σύνθεση τού μεσοπαθητικού τύπου τού ρήματος (σε -ομαι, -ιέμαι κ.λπ.) με το αλληλ(ο)-. Ο τρόπος αυτός αποτελεί πλεοναστική έκφραση τής αλληλοπάθειας (αμοιβαιότητας), καθόσον η σχέση αυτή δηλώνεται ήδη με την κατάληξη τής μεσοπαθητικής φωνής τού πληθυντικού, τού αριθμού, ο οποίος αποτελεί σταθερό χαρακτηριστικό γνώρισμα τών αλληλοπαθών ρημάτων (συμβατικά εδώ κι αλλού τα σύνθετα με το αλληλο- παρατίθενται στο α' ενικό πρόσωπο: αλληλοϋβρίζομαι αντί αλληλοϋβριζόμαστε). Κατά το πρότυπο τών ελληνικών συνθέτων με το αλληλ(ο)- πλάστηκαν και όροι τής ξένης επιστημονικής ορολογίας, όπως λ.χ. τα αγγλ. allomorphs, γαλλ. allelomorphes, πρβλ. αλληλόμορφααγγλ. allelomorphism, γαλλ. allelomorphisme, πρβλ. αλληλομορφισμόςαγγλ. allelotropism πρβλ. αλληλοτροπισμός κ.λπ. Σύνθετες λέξεις με το αλληλ(ο)- αλληλογονία, αλληλοπαθής, αλληλόχρεοςαρχ.ἀλληλαίτιοι, ἀλληλαναδοχή, ἀλληλανάδοχοι, ἀλληλοβόροι, ἀλληλοδωδόται, ἀλληλοκτόνος, ἀλληλομάχος, ἀλληλότροποι, ἀλληλοῦχοι, ἀλληλοφάγοι, ἀλληλοφθόροι, ἀλληλοφιλία, ἀλληλοφόνται, ἀλληλοφυεῖςαρχ.-μσν.ἀλληλοφόνοιμσν.ἀλληλανεμία, ἀλληλομανδάτορες, ἀλληλοπενθεῖς, ἀλληλόπλοκος, ἀλληλοσύμμαχοι, ἀλληλόφιλοι(αρχ.-μσν.-νεοελλ.) ἀλληλένδετοςμσν.- νεοελλ.αλληλοδιάδοχοι, αλληλοπρόγονοςνεοελλ.άλληλα (γονίδια), αλληλαγαπιέμαι, αλληλάδελφος, αλληλαπάγομαι, αλληλαρπάζομαι, αλληλασφάλεια, αλληλεθνής, αλληλεκτιμώμαι, αλληλέλκομαι, αλληλενοχοποιούμαι, αλληλεξαρτώ, αλληλεξυπηρετούμαι, αλληλεπηρεάζομαι, αλληλεπιβλέπομαι, αλληλεπιβουλεύομαι, αλληλεπιδεικνύομαι, αλληλεπιδοκιμάζομαι, αλληλεπίδραση, αλληλεπικαλούμαι, αλληλεπίκουρος, αλληλεπικρίνομαι, αλληλεπιτηρούμαι, αλληλερεθίζομαι, αλληλερωτώμαι, αλληλευεργετούμαι, αλληλεχθρεύομαι, αλληλοαναιρούμαι, αλληλοασπάζομαι, αλληλοατιμάζομαι, αλληλοβλάπτομαι, αλληλοβοήθεια, αλληλοβοηθιέμαι, αλληλοβρίζομαι, αλληλογναθία, αλληλοδανείζομαι, αλληλοδαρμός, αλληλοδασκαλεύομαι, αλληλοδέρνομαι, αλληλοδεσμεύομαι, αλληλοδιαδοχή, αλληλοδιακωμωδούμαι, αλληλοδιαπληκτίζομαι, αλληλοδιαφημίζομαι, αλληλοδιαφθείρομαι, αλληλοδιαψεύδομαι, αλληλοδιδακτικός, αλληλοδιδασκαλία, αλληλοδικαιολογούμαι, αλληλοδυσφημούμαι, αλληλοεξαπατώμαι, αλληλοεξοντώνομαι, αλληλυεξυπηρετούμαι, αλληλοεορτάζομαι, αλληλοέπαινος, αλληλοθαυμάζομαι, αλληλοκαταγγέλλομαι, αλληλοκατασκοπεύομαι, αλληλοκατηγορούμαι, αλληλοκλέβομαι, αλληλοκληρονομώ, αλληλοκολακεύομαι, αλληλοκρίνομαι, αλληλοληστεύομαι, αλληλομηνύομαι, αλληλομισούμαι, αλληλόμορφα, αλληλομορφισμός, αλληλοξυρίζομαι, αλληλοπαρορμώμαι, αλληλοπαροτρύνομαι, αλληλοπαρουσιάζομαι, αλληλοπεριπτύσσομαι, αλληλοπεριφρονούμαι, αλληλοπολεμούμαι, αλληλοπροδίδομαι, αλληλοπροσαρμόζομαι, αλληλοπροσβάλλομαι, αλληλοπροσκαλούμαι, αλληλοπροστατεύομαι, αλληλοπροφυλάσσομαι, αλληλοσκοτώνομαι, αλληλοσπαράζομαι, αλληλοσπορά, αλληλοσυγχαίρομαι, αλληλοσυκοφαντούμαι, αλληλοσυλλυπούμαι, αλληλοσυμπράττω, αλληλοσυνάπτομαι, αλληλοσυνάφεια, αλληλοσφαγή, αλληλοταπεινώνομαι, αλληλοτραυματίζομαι, αλληλοτροπία, αλληλοτρώγομαι, αλληλοτυπία, αλληλοϋβρίζομαι, αλληλοϋπερασπίζομαι, αλληλοϋποβλέπομαι, αλληλοϋποψιάζομαι, αλληλοφαγώνομαι, αλληλοφθονούμαι, αλληλοφθορά, αλληλοχαντακώνομαι, αλληλωφελούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.